- ναυτιασμός
- ναυτ-ιασμός, ὁ, = foreg., Hippiatr.130.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναυτιασμός — ναυτιασμός, ὁ (Μ) ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτιῶ + κατάλ. ιασμός] … Dictionary of Greek
ναυτιασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιασμοῦ — ναυτιασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιασμούς — ναυτιασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιασμόν — ναυτιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψανισμός — Α (κατά τον Ησύχ.) «ναυτιασμός» … Dictionary of Greek